αφηρημένος

αφηρημένος
και αφαιρεμένος, -η, -ο (μτχ. παθ. παρακμ. του αφαιρώ)
1. αυτός που δεν έχει συγκεντρωμένη την προσοχή του σε κάτι
2. μη καθορισμένος ή συγκεκριμένος, αόριστος
3. «αφηρημένα ουσιαστικά» — αυτό που δηλώνουν έννοιες και όχι όντα ή αντικείμενα
4. «αφηρημένοι αριθμοί» — αριθμοί των οποίων το είδος των μονάδων δεν δηλώνεται (έτσι οι 3, 8, 40... θεωρούνται αφηρημένοι αριθμοί, ενώ 3 άλογα, 8 άλογα... είναι συγκεκριμένοι)
5. «αφηρημένη τέχνη» — ένα από τα χαρακτηριστικότερα καλλιτεχνικά ρεύματα, το οποίο εκδηλώθηκε στις εικαστικές τέχνες του 20ού αιώνα, με κυρίαρχο στοιχείο την άρνηση της αναπαράστασης του εξωτερικού κόσμου, που φθάνει κάποτε ως την άρνηση και της υπαινεκτικής ακόμη αναφοράς στον κόσμο αυτόν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αφηρημένος — αφηρημένος, η, ο και αφαιρεμένος, η, ο 1. αυτός που δεν προσέχει σε ό,τι κάνει ή λέει ή γίνεται γύρω του, γιατί η σκέψη του πλανιέται αλλού: Δε σε είδα στο δρόμο, γιατί, φαίνεται, ήμουν αφαιρεμένος. 2. (φιλοσ.), «αφηρημένες έννοιες», αυτές που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀφῃρημένος — ἀφαιρέω take away from perf part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αφαιριέμαι — αφαιριέμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 63 και πρβλ. αφαιρούμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφαιρούμαι — αφαιρούμαι, αφαιρέθηκα, αφηρημένος βλ. πίν. 77 και πρβλ. αφαιριέμαι Σημειώσεις: αφαιρούμαι – αφαιριέμαι : αποσπώμαι από το περιβάλλον, δε συγκεντρώνομαι σ αυτό που γίνεται γύρω μου. Η μτχ. αφηρημένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (αφηρημένος μαθητής …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αφηρημάδα — η [αφηρημένος] 1. το να είναι κανείς αφηρημένος, η έλλειψη προσοχής, η απροσεξία 2. αστόχαστη ή επιπόλαια ενέργεια …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριόγνωμος — ἀλλοτριόγνωμος, ον (Α) αυτός που έχει άλλα πράγματα στον νου του, αφηρημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + γνωμος < γνώμη] …   Dictionary of Greek

  • αφαιρώ — (Α ἀφαιρῶ, έω) 1. παίρνω ένα μέρος από κάτι, αποσπώ 2. στερώ, αποστερώ 3. ελαττώνω, μειώνω νεοελλ. 1. κλέβω, υπεξαιρώ 2. αποβάλλω, βγάζω 3. μαθ. κάνω την πράξη της αφαίρεσης 4. μέσ. αφαιρούμαι ελαττώνεται η πνευματική μου συγκέντρωση ή η προσοχή… …   Dictionary of Greek

  • γριά — η (AM γραῑα, Α και γραῡς και γρηΰς) ηλικιωμένη γυναίκα νεοελλ. 1. θωπευτική ονομασία για τη μητέρα, τη σύζυγο ή την πεθερά 2. τηγανίτα 3. παροιμ. α) «η γριά το μισοχείμωνο ξυλάγγουρο γυρεύει» έχει κάποιος άκαιρες και παράλογες αξιώσεις β) «έμαθ η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”